ἱερόσυλοι

ἱερόσυλοι
ἱερόσῡλοι , ἱερόσυλος
temple-robber
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • КАКУРГИ —    • Κακου̃ργοι,          злодеи, употребляющие в дело хитрость и насилие, в техническом смысле обыкновенные преступники. Сюда относятся воры (κλέπται), воры, совершающие кражу со взломом (τοιχωρύχοι), снимающие насильно платье (λωποδύται),… …   Реальный словарь классических древностей

  • ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… …   Dictionary of Greek

  • ιερόσυλος — η, ο αυτός που διαπράττει ιεροσυλία: Οι ιερόσυλοι δε σεβάστηκαν ούτε και τους τάφους των νεκρών μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”